σμογερόν

σμογερόν
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σμυγερός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μόγος — μόγος, ὁ (Α) 1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ , ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.) 2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος.… …   Dictionary of Greek

  • σμυγερός — ή, όν, Α (ποιητ. τ. τού μογερός) αυτός που γίνεται με κόπο, κουραστικός, κοπιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για εκφραστικό επίθ. που έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. μογερός και στυγερός. Παρλλ. προς τον τ. σμυγερός… …   Dictionary of Greek

  • smog- —     smog     English meaning: to weigh heavily     Deutsche Übersetzung: ‘schwer lastend, sich with einer schweren Last abmũhen”     Material: Gk. μόγος “toil, Anstrengung”, μογερός (σμογερόν Hes.) “mũhselig”, μογέω ‘strenge mich an”, μόγις adv …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”